υπερένταση

υπερένταση
η
η υπερβολική ένταση, το πολύ τέντωμα: Υπερένταση προσοχής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερένταση — η, Ν υπέρμετρη τάση, υπέρμετρο τέντωμα 2. (ηλεκτρολ.) ρεύμα που παράγεται κατά τη στιγμή τής διακοπής ή τής σύνδεσης τού κυκλώματος και τού οποίου η ένταση είναι μεγαλύτερη από τού αρχικού ρεύματος 3. (κυρίως μτφ.) α) υπέρμετρη ένταση… …   Dictionary of Greek

  • νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …   Dictionary of Greek

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • επιήρανος — ἐπιήρανος, ον (Α) [επίηρα] 1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.) 2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε») 3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος») 5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ηρεμιστικός — ή, ό [ηρεμίζω] 1. αυτός που μπορεί να ηρεμίσει κάποιον 2. (φαρμ.) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηρεμιστικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την εξηρέμηση ψυχικών καταστάσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται από άγχος, υπερένταση και αυξημένη κινητικότητα …   Dictionary of Greek

  • καργάρισμα — το [καργάρω] 1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα 2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα 3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα 4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα …   Dictionary of Greek

  • μπαράζ — το άκλ. 1. μτφ. α) υπερένταση τών δυνάμεων, μεγάλη προσπάθεια πριν από τον τελικό στόχο β) καταιγισμός («μπαράζ επικρίσεων») 2. φρ. «αγώνας μπαράζ» αθλητικός αγώνας ανάμεσα σε δύο ομάδες που ισοψηφούν, κατά τον οποίο η ομάδα που θα χάσει… …   Dictionary of Greek

  • υπερδιέγερση — η, Ν 1. (ιατρ. ψυχολ.) έντονη νευρική ή ψυχική διέγερση, υπερένταση 2. φρ. «υπερδιέγερση γεννήτριας» (ηλεκτρ.) κατάσταση γεννήτριας που τροφοδοτεί επαγωγικό φορτίο με ορισμένο συντελεστή ισχύος, οπότε πρέπει, όταν αυξάνεται η ένταση φόρτισης, να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”